πορδόχορτο

πορδόχορτο
και πορδοχόρταρο, το, Ν
1. κοινή ονομασία τού φυτού νιγέλλα η δαμασκηνή, αλλ. κατσουλόχορτο
2. κοινή ονομασία τού φυτού δατούρα το στραμώνιο, αλλ. βρομόχορτο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δατούρα — (datura).Γένος φυτών της οικογένειας των σολανιδών. Περιλαμβάνει 15 είδη και ανάμεσά τους ένα αυτοφυές ελληνικό. Είναι φυτά ποώδη, θαμνώδη ή και δενδρώδη, έχουν χαρακτηριστική τετράχωρη ωοθήκη και περιέχουν ναρκωτικές και δηλητηριώδεις ουσίες.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”